- κατουρλιά
- κατουρλιά, η και κατρουλιά, ητο ποσό του κάτουρου από ένα κατούρημα ή το μέρος του εδάφους, κρεβατιού κ.ά. που βράχηκε με το κατούρημα: Ο μπέμπης με την κατουρλιά του μας έβρεξε όλο το σεντόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.